πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπάτσος οι μπάτσοι
      γενική του μπάτσου των μπάτσων
    αιτιατική τον μπάτσο τους μπάτσους
     κλητική μπάτσε μπάτσοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπάτσος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
μπάτσος < τουρκική baç («φόρος, διόδια», που εισέπρατταν πιεστικά οι χωροφύλακες)»[2] < περσική [2]
ή < μπάτσος (1)[4]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπάτσος αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
μπάτσος < αρωμουνική batsi, πληθυντικός τού batsă («κόλαφος, ράπισμα»)[2] < υστερολατινική battere[2] < λατινική battuere («χτυπώ, κρούω»)[2]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπάτσος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. μπάτσος -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. & σελ. 109, Τόμος ΙΑ΄ --Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία.  Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
  2. 1 2 3 4 5 6 7 8 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. ή < ιταλική bazza «πιγούνι που προεξέχει». μπάτσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  4. μπάτσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας