Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπάτσος οι μπάτσοι
      γενική του μπάτσου των μπάτσων
    αιτιατική τον μπάτσο τους μπάτσους
     κλητική μπάτσε μπάτσοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

μπάτσος < μπάτσ(α), που θεωρήθηκε πληθυντικός + -ος για σχηματισμό ενικού[1] ή (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπάτσος < ιταλική bazza (πιγούνι) ή < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   [2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπάτσος αρσενικό

  1. ένα δυνατό χτύπημα με την παλάμη, το χαστούκι, το ράπισμα
    Πρόσεξε μη φας μπάτσο!
    άλλες μορφές: μπάτσα, μπάτσο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη  ράπισμα
  2. (αργκό, μειωτικό, υβριστικό) το όργανο της τάξης
    Μας την πέσανε οι μπάτσοι.
     συνώνυμα: αστυνομικός, μπασκίνας, χωροφύλακας

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

μπάτσος < τουρκικά baç) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   [1][2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπάτσος αρσενικό

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 μπάτσος Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  2. 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπάτσος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπάτσος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία