Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπατσαρία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μπατσαρί
α
οι
μπατσαρί
ες
γενική
της
μπατσαρί
ας
των
μπατσαρι
ών
αιτιατική
την
μπατσαρί
α
τις
μπατσαρί
ες
κλητική
μπατσαρί
α
μπατσαρί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπατσαρία
<
μπάτσ(ος)
+
-αρία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ba.t͡saˈɾi.a
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
μπα‐τσα‐ρί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπατσαρία
θηλυκό
(
υβριστικό
,
προφορικό
) η
αστυνομία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπατσαρία