μπασκίνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μπασκίνας < (άμεσο δάνειο) τουρκική baskın (αστυνομική έφοδος)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπασκίνας αρσενικό
- (αργκό, μειωτικό, παρωχημένο) ο αστυνομικός