↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χωροφύλακας οι χωροφύλακες
& χωροφυλάκοι
      γενική του χωροφύλακα των χωροφυλάκων
    αιτιατική τον χωροφύλακα τους χωροφύλακες
& χωροφυλάκους
     κλητική χωροφύλακα χωροφύλακες
& χωροφυλάκοι
Και με δεύτερους, λαϊκούς τύπους στον πληθυντικό.
Και κλητική ενικού στην καθαρεύουσα ή σε ειρωνικό ύφος: χωροφύλαξ.
Κατηγορία όπως «χωροφύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χωροφύλακας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χωροφύλαξ (φύλακας περιοχής). Συγχρονικά αναλύεται σε χώρ(α) + -ο- + -φύλακας. (Η σύγχρονη σημασία αποτελεί απόδοση για τη γαλλική gendarme)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xo.ɾoˈfi.la.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χω‐ρο‐φύ‐λα‐κας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χωροφύλακας αρσενικό (θηλυκό χωροφυλακίνα)

  1. (γενικότερα, επάγγελμα) μέλος της χωροφυλακής
  2. (ειδικότερα) ο κατώτατος βαθμός στη χωροφυλακή
  3. (μεταφορικά) που επιτηρεί, που επιβάλλει τη θέλησή του στους άλλους
    ⮡  από τότε που ήρθε η θεία μας στο σπίτι μουσαφίρισσα, έχουμε μόνιμα ένα χωροφύλακα που δεν του ξεφεύγει τίποτα!

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. χωροφύλακας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.