Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

χωροφυλάκοι ουδέτερο

Σημειώσεις επεξεργασία

  • αντίστοιχος τύπος στην αιτιατική πληθυντικού: (τους) χωροφυλάκους