ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
χωροφῠλᾰκ-
ονομαστική χωροφύλαξ οἱ χωροφύλακες
      γενική τοῦ χωροφύλακος τῶν χωροφυλάκων
      δοτική τῷ χωροφύλακ τοῖς χωροφύλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν χωροφύλακ τοὺς χωροφύλακᾰς
     κλητική ! χωροφύλαξ χωροφύλακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χωροφύλακε
γεν-δοτ τοῖν  χωροφυλάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χωροφύλαξ (ελληνιστική κοινή) < χῶρος ή χώρα + φύλαξ
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: καθαρεύουσα: χωροφύλαξ, νέα ελληνικά: χωροφύλακας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χωροφύλαξ, -ᾰκος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)