χωροφύλαξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
χωροφῠλᾰκ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | χωροφύλαξ | οἱ | χωροφύλακες | ||||
γενική | τοῦ | χωροφύλακος | τῶν | χωροφυλάκων | ||||
δοτική | τῷ | χωροφύλακῐ | τοῖς | χωροφύλαξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | χωροφύλακᾰ | τοὺς | χωροφύλακᾰς | ||||
κλητική ὦ! | χωροφύλαξ | χωροφύλακες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χωροφύλακε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | χωροφυλάκοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χωροφύλαξ (ελληνιστική κοινή) < χῶρος ή χώρα + φύλαξ
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ καθαρεύουσα: χωροφύλαξ, ⇘ νέα ελληνικά: χωροφύλακας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχωροφύλαξ, -ᾰκος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- χωροφύλαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.