Ετυμολογία

επεξεργασία
gendarme < gens + arme

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gendarme gendarmes

gendarme (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gendarme (it) αρσενικό

  1. χωροφύλακας