gens
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgens (fr)
- ο κόσμος les gens, (λαϊκότροπο) ο ντουνιάς
- N'écoute pas ce que disent les gens ! : μήν ακούς τι λέει ο κόσμος !
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgens (la) θηλυκό
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gens | gentēs |
γενική | gentis | gentum |
δοτική | gentī | gentibus |
αιτιατική | gentem | gentēs |
κλητική | gens | gentēs |
αφαιρετική | gente | gentibus |
Πηγές
επεξεργασία- gens - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.