ντουνιάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντουνιάς < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική دنیا (τουρκική dünya) + -ς < αραβική دُنْيَا (dunyā)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντουνιάς αρσενικό
- (λαϊκότροπο) ο κόσμος
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαεπώνυμα:
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντουνιάς
→ δείτε τη λέξη κόσμος |