Ουσιαστικό

επεξεργασία

دنيا (دُنْيَا‎) (ar) (dunyā)

  1. ο κόσμος  δείτε και τη λέξη ντουνιάς
  2. η ζωή των θνητών, η ζωή σ' αυτόν τον κόσμο

Απόγονοι

επεξεργασία

دنيا (dunyā) (αραβικά)

οθωμανικά τουρκικά: دنیا (dünyā)
τουρκικά: dünya
νέα ελληνικά: ντουνιάς

 δείτε  περισσότερους απογόνους στο αγγλικό Βικιλεξικό