κοπάδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοπάδι | τα | κοπάδια |
γενική | του | κοπαδιού | των | κοπαδιών |
αιτιατική | το | κοπάδι | τα | κοπάδια |
κλητική | κοπάδι | κοπάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κοπάδι < μεσαιωνική ελληνική κοπάδιν < (ελληνιστική κοινή) κοπάδιον < αρχαία ελληνική κοπή (< κόπτω) + κατάληξη υποκοριστικού -άδιον
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- αρνί που φύγει απ' το κοπάδι ή έξω από το μαντρί, το τρώει ο λύκος (παρ.)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοπάδι
→ δείτε τη λέξη αγέλη |