Δείτε επίσης: ἀγέλη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγέλη οι αγέλες
      γενική της αγέλης των αγελών
    αιτιατική την αγέλη τις αγέλες
     κλητική αγέλη αγέλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγέλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγέλη < ἄγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ag-
για τη μεταφορική σημασία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική troupeau [1]
 
Μια αγέλη λύκων περπατά στο χιόνι.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈʝe.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γέ‐λη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγέλη θηλυκό

  1. πλήθος ζώων που ζουν μαζί
    οι λύκοι κυνηγούν κατά αγέλες ώστε να είναι πιο αποτελεσματικοί
     συνώνυμα: κοπάδι
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) πλήθος ανθρώπων χωρίς οργάνωση και βούληση
    ο χουλιγκανισμός εμφανίζει συμπεριφορές με στοιχεία αγέλης
     συνώνυμα: μάζα, μπουλούκι

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία