Ετυμολογία

επεξεργασία

stado < πρωτοσλαβική stado

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈstadɔ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

stado (pl) ουδέτερο

  1. το κοπάδι
  2. η αγέλη