πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγελαίος η αγελαία το αγελαίο
      γενική του αγελαίου της αγελαίας του αγελαίου
    αιτιατική τον αγελαίο την αγελαία το αγελαίο
     κλητική αγελαίε αγελαία αγελαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγελαίοι οι αγελαίες τα αγελαία
      γενική των αγελαίων των αγελαίων των αγελαίων
    αιτιατική τους αγελαίους τις αγελαίες τα αγελαία
     κλητική αγελαίοι αγελαίες αγελαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

αγελαίος -α -ο

  1. που ανήκει ή αναφέρεται στην αγέλη
  2. (μεταφορικά) που συμπεριφέρεται όπως ο όχλος
      Αγγέλω, της είπα, είσαι αγράμματος, είσαι κεχηναία και αγελαία, αλλά σε συγχωρώ, διότι δεν πταίεις, αν δεν σ' εδίδαξαν γράμματα· (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  • αγελαίος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)