αγελαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αγελαίος | η | αγελαία | το | αγελαίο |
γενική | του | αγελαίου | της | αγελαίας | του | αγελαίου |
αιτιατική | τον | αγελαίο | την | αγελαία | το | αγελαίο |
κλητική | αγελαίε | αγελαία | αγελαίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αγελαίοι | οι | αγελαίες | τα | αγελαία |
γενική | των | αγελαίων | των | αγελαίων | των | αγελαίων |
αιτιατική | τους | αγελαίους | τις | αγελαίες | τα | αγελαία |
κλητική | αγελαίοι | αγελαίες | αγελαία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγελαίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγελαῖος[1] < ἀγέλη + -αῖος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ʝeˈle.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γε‐λαί‐ος
Επίθετο
επεξεργασία
αγελαίος -α -ο
- που ανήκει ή αναφέρεται στην αγέλη
- (μεταφορικά) που συμπεριφέρεται όπως ο όχλος
- ※ Αγγέλω, της είπα, είσαι αγράμματος, είσαι κεχηναία και αγελαία, αλλά σε συγχωρώ, διότι δεν πταίεις, αν δεν σ' εδίδαξαν γράμματα· (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
που ανήκει σε αγέλη
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αγελαίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία
- αγελαίος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)