παραθετικά
θετικός social
συγκριτικός more social
υπερθετικός most social

  Επίθετο

επεξεργασία

social (en)

  1. κοινωνικός, σχετικός με δραστηριότητες στις οποίες οι άνθρωποι συναντιούνται μεταξύ τους για ευχαρίστηση
    ⮡  the social life in a city - η κοινωνική ζωή μιας πόλης
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) κοινωνικός, σχετικός με την κοινωνία και τον τρόπο οργάνωσης της
    ⮡  Juvenile delinquency is an acute social problem.
    Η εγκληματικότητα των νέων είναι ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα.
  3. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) κοινωνικός, σχετικός με τη θέση μου στην κοινωνία
    ⮡  social classes - κοινωνικές τάξεις
    ⮡  There should be no social outcasts.
    Δεν πρέπει να υπάρχουν κοινωνικά απόβλητα.
  4. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) κοινωνικός, που ζουν φυσικά σε ομάδες και όχι μόνοι
    ⮡  Man is a social being.
    Ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό.
  5. κοινωνικός, για άτομα που απολαμβάνουν να περνούν χρόνο με άλλους ανθρώπους
    ⮡  He’s a very social guy.
    Είναι πολύ κοινωνικός τύπος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη sociable

Παράγωγα

επεξεργασία



γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό social sociaux
θηλυκό sociale sociales

  Επίθετο

επεξεργασία

social (fr)