παραθετικά
θετικός socially
συγκριτικός more socially
υπερθετικός most socially

  Ετυμολογία

επεξεργασία
socially < social + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

socially (en)

  1. κοινωνικά, με τρόπο που συνδέεται με την κοινωνία και τον τρόπο οργάνωσης της
    ⮡  Children must learn socially acceptable behavior.
    Τα παιδιά πρέπει να μάθουν κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά.
  2. κοινωνικά, με τρόπο που συνδέεται με δραστηριότητες στις οποίες οι άνθρωποι συναντώνται για ευχαρίστηση
    ⮡  We meet at work, but never socially.
    Συναντιόμαστε στη δουλειά, αλλά ποτέ κοινωνικά.