socially
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | socially |
συγκριτικός | more socially |
υπερθετικός | most socially |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαsocially (en)
- κοινωνικά, με τρόπο που συνδέεται με την κοινωνία και τον τρόπο οργάνωσης της
- ⮡ Children must learn socially acceptable behavior.
- Τα παιδιά πρέπει να μάθουν κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά.
- ⮡ Children must learn socially acceptable behavior.
- κοινωνικά, με τρόπο που συνδέεται με δραστηριότητες στις οποίες οι άνθρωποι συναντώνται για ευχαρίστηση
- ⮡ We meet at work, but never socially.
- Συναντιόμαστε στη δουλειά, αλλά ποτέ κοινωνικά.
- ⮡ We meet at work, but never socially.