pack
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pack | packs |
pack (en)
- το κοπάδι, η αγέλη, μια ομάδα ζώων που κυνηγούν μαζί ή κρατούνται για κυνήγι
- ⮡ a pack of hunting dogs - κοπάδι κυνηγετικά σκυλιά
- ⮡ a pack of wolves - αγέλη λύκων
- ο σωρός, το τσούρμο, μια ομάδα παρόμοιων ανθρώπων ή πραγμάτων, ειδικά μια ομάδα που δεν μου αρέσει ή δεν εγκρίνω
- ⮡ a pack of lies - ένα σωρό ψέματα
- ⮡ a pack of thieves/liars - ένα τσούρμο κλέφτες/ψεύτες
- (χαρτοπαίγνιο) η τράπουλα, ένα σύνολο από 52 καρτών
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | pack |
γ΄ ενικό ενεστώτα | packs |
αόριστος | packed |
παθητική μετοχή | packed |
ενεργητική μετοχή | packing |
pack (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) φτιάχνω, πακετάρω, βάζω ρούχα κτλ. σε μια τσάντα για να προετοιμαστώ για ένα ταξίδι μακριά από το σπίτι
- ⮡ I need to start packing my bags immediately.
- Πρέπει ν' αρχίσω να φτιάχνω τις βαλίτσες μου αμέσως.
- ⮡ Have you packed your things?
- Έφτιαξες τα πράγματα σου;
- ⮡ Pack only the essentials for the trip.
- Πακετάρισε μόνο τα απαραίτητα για το ταξίδι.
- ⮡ I need to start packing my bags immediately.
- (μεταβατικό) συσκευάζω, αμπαλάρω, πακετάρω, βάζω κάτι σε ένα δοχείο για να μπορεί να αποθηκευτεί, να μεταφερθεί ή να πουληθεί
- ⮡ These books are packed easily.
- Αυτά τα βιβλία συσκευάζονται εύκολα.
- ⮡ We have already packed stuff for the move.
- Έχουμε ήδη αμπαλάρει τα πράγματα για τη μετακόμιση.
- ⮡ I have to start packing for the move.
- Πρέπει ν' αρχίσω να πακετάρω για τη μετακόμιση.
- ⮡ These books are packed easily.
- (μεταβατικό) αμπαλάρω, προστατεύω κάτι που σπάει εύκολα με μαλακό υλικό
- ⮡ Glassware must be packed well.
- Τα γυαλικά πρέπει να αμπαλαριστούν καλά.
- ⮡ Glassware must be packed well.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) στριμώχνω, γεμίζω κάτι με πολλά άτομα ή πράγματα