packed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | packed |
συγκριτικός | more packed |
υπερθετικός | most packed |
packed (en)
- γεμάτος, φίσκα, τίγκα, που είναι υπερβολικά γεμάτο κόσμο
- ⮡ The room as packed with people.
- Η αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο.
- ⮡ I went to the club on Friday and it was packed.
- Πήγα στο κλαμπ την Παρασκευή και ήταν φίσκα.
- ⮡ The bus was packed.
- Το λεωφορείο ήταν τίγκα.
- ⮡ The room as packed with people.
- γεμάτος, συμπιεσμένος, που έχει πολλά πράγματα
- ⮡ The shelves are packed with books.
- Τα ράφια είναι γεμάτα με βιβλία.
- ⮡ I can’t see you this week, my schedule is very packed.
- Δεν μπορώ να σε δω αυτή την εβδομάδα, το πρόγραμμά μου είναι πολύ συμπιεσμένο.
- ⮡ Every proverb is packed with age-old wisdom.
- Σε κάθε παροιμία συμπυκνώνεται πολύχρονη σοφία.
- ⮡ The shelves are packed with books.
- στοιβαχτός, στοιβαγμένος, στριμωγμένος, στριμωχτός
- ⮡ We traveled packed together.
- Ταξιδέψαμε στοιβαχτοί.
- ⮡ We were packed like sardines.
- Ήμασταν στριμωγμένοι σα σαρδέλες.
- ⮡ thousands of refugees packed onto the dock - χιλιάδες οι πρόσφυγες στριμωγμένοι στις προκυμαίες
- ⮡ We traveled packed together.
- (όχι πριν από το ουσιαστικό, ανεπίσημο) πακεταρισμένος, που έχει πακεταριστεί σε θήκες, κουτιά κτλ. πριν πάω κάπου
- ⮡ My bags are packed and I’m ready to go.
- Οι βαλίτσες μου είναι πακεταρισμένες και είμαι έτοιμος να φύγει.
- ⮡ My bags are packed and I’m ready to go.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαpacked (en)