τίγκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τίγκα < διάλεκτος (άμεσο δάνειο) ιταλική tinga < tingare (δίνω με αφθονία, δωρίζω) < μεσαιωνική λατινική thingare < παλαιά σαξονική thingōn[1]
Προφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίατίγκα
Μεταφράσεις
επεξεργασία τίγκα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.