κάργα
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | κάργα | κάργες |
γενική | κάργας | |
αιτιατική | κάργα | κάργες |
κλητική | κάργα | κάργες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κάργα θηλυκό
- άλλη μορφή του κάργια
- Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται / στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια (Κώστας Καρυωτάκης, Πρέβεζα)
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
κάργα
- τελείως (γεμάτος ή τεντωμένος)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επίρρημα