Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καργάρω < κάργα (επίρρημα)

  Ρήμα επεξεργασία

καργάρω

  1. γεμίζω κάτι τελείως
  2. τεντώνω κάτι τελείως

  Μεταφράσεις επεξεργασία