φουλ
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φουλ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική full
- για τα χαρτοπαίγνια < (λόγιο δάνειο) γαλλική full < αγγλική full house [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
φουλ άκλιτο
- γεμάτος, κορεσμένος
- ↪ η αίθουσα/το γήπεδο/το ντεπόζιτο ήταν φουλ
- στην υψηλότερη ένταση, στον ανώτερο βαθμό
- ↪ τα μεγάφωνα έπαιζαν/το καλοριφέρ δούλευε στο φουλ
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
φουλ
- πάρα πολύ, υπερβολικά πολύ
- ↪ είναι φουλ ερωτευμένος
- ↪ η μηχανή δούλευε φουλ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φουλ άκλιτο
- (χαρτοπαίγνιο, πόκερ, πόκα) συνδυασμός φύλλων με μεγάλη αξία, τριών όμοιων και δύο όμοιων χαρτιών
- ↪ Έχω φουλ του άσου με ντάμες (έχω τρεις άσους και δύο ντάμες)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ φουλ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.