Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

φουλ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική full

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈful/

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

φουλ άκλιτο

  1. γεμάτος, κορεσμένος
    η αίθουσα/το γήπεδο/το ντεπόζιτο ήταν φουλ
  2. στην υψηλότερη ένταση, στον ανώτερο βαθμό
    τα μεγάφωνα έπαιζαν/το καλοριφέρ δούλευε στο φουλ

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία


  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

φουλ

  1. πάρα πολύ, υπερβολικά πολύ
    είναι φουλ ερωτευμένος
    η μηχανή δούλευε φουλ

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

φουλ άκλιτο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία