Ετυμολογία

επεξεργασία
φουλάρω < φουλ + -άρω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fuˈla.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φου‐λά‐ρω

φουλάρω, πρτ.: φούλαρα/φουλάριζα, αόρ.: φούλαρα/φουλάρισα, μτχ.π.π.: φουλαρισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. γεμίζω κάτι τελείως
    ⮡  φουλάρισα το ρεζερβουάρ με βενζίνη πριν φύγω για το ταξίδι
  2. κινούμαι με όχημα πάρα πολύ γρήγορα, στο φουλ
  3. (χαρτοπαίγνιο) κάνω φουλ στο πόκερ
    ⮡  φούλαρα στο τελευταίο χαρτί αλλά έχασα από φλος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη φουλ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία