φουλάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fuˈla.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φου‐λά‐ρω
Ρήμα
επεξεργασίαφουλάρω, πρτ.: φούλαρα/φουλάριζα, αόρ.: φούλαρα/φουλάρισα, μτχ.π.π.: φουλαρισμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- γεμίζω κάτι τελείως
- ⮡ φουλάρισα το ρεζερβουάρ με βενζίνη πριν φύγω για το ταξίδι
- κινούμαι με όχημα πάρα πολύ γρήγορα, στο φουλ
- (χαρτοπαίγνιο) κάνω φουλ στο πόκερ
- ⮡ φούλαρα στο τελευταίο χαρτί αλλά έχασα από φλος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη φουλ