Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πόκα οι πόκες
      γενική της πόκας των (ποκών)
    αιτιατική την πόκα τις πόκες
     κλητική πόκα πόκες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πόκα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πόκα θηλυκό

  • Άλλη ονομασία για το πόκερ.

  Μεταφράσεις επεξεργασία