• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

πακεταρισμένος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική πακεταρισμένος πακεταρισμένη πακεταρισμένο
γενική πακεταρισμένου πακεταρισμένης πακεταρισμένου
αιτιατική πακεταρισμένο πακεταρισμένη πακεταρισμένο
κλητική πακεταρισμένε πακεταρισμένη πακεταρισμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική πακεταρισμένοι πακεταρισμένες πακεταρισμένα
γενική πακεταρισμένων πακεταρισμένων πακεταρισμένων
αιτιατική πακεταρισμένους πακεταρισμένες πακεταρισμένα
κλητική πακεταρισμένοι πακεταρισμένες πακεταρισμένα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πακεταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πακετάρω

  ΜετοχήΕπεξεργασία

πακεταρισμένος, -η, -ο

  • → δείτε τη λέξη πακετάρω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    πακεταρισμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πακεταρισμένος&oldid=4727958"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Αυγούστου 2020, στις 10:47

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Αυγούστου 2020, στις 10:47.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie