Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπυκνώνω < αρχαία ελληνική συμπυκνόω < σύν + πυκνόω

συμπυκνώνω

  1. μειώνω τη ποσότητα υγρού ενός πράγματος ώστε να γίνει πιο πυκνό
  2. μετατρέπω αέριο σε υγρό ή στερεό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία