ενεστώτας concentrate
γ΄ ενικό ενεστώτα concentrates
αόριστος concentrated
παθητική μετοχή concentrated
ενεργητική μετοχή concentrating

concentrate (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συγκεντρώνομαι, δίνω όλη μου την προσοχή σε κάτι και δεν σκέφτομαι τίποτα άλλο
    ⮡  That child cannot concentrate.
    Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί αυτό το παιδί.
    ⮡  Let him concentrate!
    Άφησέ τον να συγκεντρωθεί!
    ⮡  Concentrate on your work!
    Συγκεντρώσου στη δουλειά σου!
    ⮡  We must concentrate all of our efforts into…
    Πρέπει να συγκεντρώσουμε όλες μας τις προσπάθειες για να…
     συνώνυμα:  centre και focus
  2. (μεταβατικό) συγκεντρώνομαι, φέρνει κάτι μαζί σε ένα μέρος
    ⮡  Industry is concentrated around the capital.
    Η βιομηχανία είναι συγκεντρωμένη γύρω από την πρωτεύουσα.
    ⮡  Troops are concentrating at the border.
    Στρατεύματα συγκεντρώνονται στα σύνορα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη assemble
  3. (μεταβατικό) συμπυκνώνω
    ⮡  foods which are concentrated by dehydration - τροφές που συμπυκνώνονται με αφυδάτωση

Συγγενικά

επεξεργασία