concentrate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | concentrate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | concentrates |
αόριστος | concentrated |
παθητική μετοχή | concentrated |
ενεργητική μετοχή | concentrating |
Ρήμα
επεξεργασίαconcentrate (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συγκεντρώνομαι, δίνω όλη μου την προσοχή σε κάτι και δεν σκέφτομαι τίποτα άλλο
- ⮡ That child cannot concentrate.
- Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί αυτό το παιδί.
- ⮡ Let him concentrate!
- Άφησέ τον να συγκεντρωθεί!
- ⮡ Concentrate on your work!
- Συγκεντρώσου στη δουλειά σου!
- ⮡ We must concentrate all of our efforts into…
- Πρέπει να συγκεντρώσουμε όλες μας τις προσπάθειες για να…
- ≈ συνώνυμα: centre και focus
- ⮡ That child cannot concentrate.
- (μεταβατικό) συγκεντρώνομαι, φέρνει κάτι μαζί σε ένα μέρος
- (μεταβατικό) συμπυκνώνω
- ⮡ foods which are concentrated by dehydration - τροφές που συμπυκνώνονται με αφυδάτωση
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- concentrate (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 830. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγκεντρώνω