centre
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
centre (en) (βρετανικό) και center (αμερικανικό)
- (μαθηματικά) το κέντρο (του κύκλου, της σφαίρας), το μέσο ευθυγράμμου τμήματος
- (μεταφορικά) το κέντρο
- the centre of attention
- το κέντρο, κτίριο που συγκεντρώνει πολλές ομοειδείς δραστηριότητες
- shopping centre
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- → δείτε τη λέξη center
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
centre (fr) αρσενικό