centre
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- centre < άμεσο δάνειο από τη μέση γαλλική centre < λατινική centrum < αρχαία ελληνική κέντρον. (μαρτυρείται από το 14ο αιώνα)[1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
centre | centres |
centre (en) (βρετανική γραφή) & center (αμερικανική γραφή)
- (μαθηματικά) το κέντρο (του κύκλου, της σφαίρας), το μέσο ευθυγράμμου τμήματος
- (μεταφορικά) το κέντρο
- το κέντρο, κτίριο που συγκεντρώνει πολλές ομοειδείς δραστηριότητες
- το κέντρο, η εστία, η περιοχή ενός σώματος που απέχει εξίσου από τα άκρα του
- ↪ the centre of a fire - η εστία μιας πυρκαγιάς
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- Centre County
- Nicotine Dependence Centre
- assessment centre
- birth centre
- birthing centre
- business advice centre
- business centre
- buying centre
- call centre
- centre back
- centre circle
- centre forward
- centre half
- centre line
- centre of attention
- centre of buoyancy
- centre of curvature
- centre of effort
- centre of excellence
- centre of gravity
- centre of inertia
- centre of lift
- centre of mass
- centre spot
- centre spread
- centre stage
- city centre
- civic centre
- community centre
- conference centre
- contact centre
- convention centre
- cost centre
- data centre
- day centre
- detention centre
- detoxification centre
- distribution centre
- enterprise centre
- exhibition centre
- financial centre
- fitness centre
- fulfilment centre
- garden centre
- health centre
- information centre
- job centre
- left of centre
- leisure centre
- money centre
- money centre bank
- music centre
- nerve centre
- profit centre
- reception centre
- remand centre
- rescue centre
- resource centre
- service centre
- shopping centre
- sports centre
- town centre
Εκφράσεις
επεξεργασία- right, left, and centre: συνέχεια, όλη την ώρα ή παντού
- take centre stage: το να γίνομαι το κέντρο της προσοχής
Συγγενικά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | centre |
γ΄ ενικό ενεστώτα | centres |
αόριστος | centred |
παθητική μετοχή | centred |
ενεργητική μετοχή | centring, centreing |
centre (en) (βρετανική γραφή) και center (αμερικανική γραφή)
- (μεταβατικό & αμετάβατο) συγκεντρώνομαι, επικεντρώνω, εστιάζω σε κάτι
- ↪ All my thoughts centre on your future.
- Όλες μου οι σκέψεις συγκεντρώνονται στο μέλλον σου.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη concentrate
- ↪ All my thoughts centre on your future.
- (μεταβατικό) κεντράρω
- ↪ I centre the lens.
- Κεντράρω το φακό.
- ↪ I centre the lens.
Αναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- centre (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- centre (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 338-339, 830. ISBN 9780194325684., λήμμα: εστία, συγκεντρώνω
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
centre | centres |
Ετυμολογία
επεξεργασία- centre < άμεσο δάνειο από τη λατινική centrum < αρχαία ελληνική κέντρον
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcentre (fr) αρσενικό
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΕσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαcentre (eo)