centrer
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcentrer (fr)
- επικεντρώνω, κεντράρω, εστιάζω
- l'exposition est centrée sur la présentation de nouvelles technologies
- η έκθεση είναι επικεντρωμένη στην παρουσίαση νέων τεχνολογιών
- l'exposition est centrée sur la présentation de nouvelles technologies
- κάνω σέντρα (ποδόσφαιρο)
- le joueur a centré le ballon rond - ο παίκτης έκανε σέντρα τη μπάλα