centrage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- centrage < centrer
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
centrage | centrages |
centrage (fr) αρσενικό
- η επικέντρωση, η εστίαση
ενικός | πληθυντικός |
centrage | centrages |
centrage (fr) αρσενικό