επικέντρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επικέντρωση | οι | επικεντρώσεις |
γενική | της | επικέντρωσης* | των | επικεντρώσεων |
αιτιατική | την | επικέντρωση | τις | επικεντρώσεις |
κλητική | επικέντρωση | επικεντρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επικεντρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επικέντρωση < (ελληνιστική κοινή) ἐπικέντρωσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπικέντρωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επικεντρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία επικέντρωση
|