πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εστίαση οι εστιάσεις
      γενική της εστίασης* των εστιάσεων
    αιτιατική την εστίαση τις εστιάσεις
     κλητική εστίαση εστιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εστιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εστίαση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εστιάζω
    συλλογή πρωτογενούς υλικού από ομάδες εστίασης στα πλαίσια του φαινομενολογικού παραδείγματος
  2. (λογοτεχνία) η σχέση των γνώσεων του αφηγητή για τα πρόσωπα μιας αφήγησης με τις γνώσεις των ίδων των προσώπων της αφήγησης

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εστίαση θηλυκό

  1. η παράθεση γεύματος
  2. ο κλάδος της οικονομίας που περιλαμβάνει τα εστιατόρια

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. εστίαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 1 2 εστίαση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)