Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
focus focuses / foci

focus (en)

  1. το κέντρο, η εστία
      the focus of attention - το κέντρο της προσοχής
     συνώνυμα: centre
  2. (γεωλογία) η εστία
      the focus of an earthquake - η εστία ενός σεισμού
     συνώνυμα: hypocenter
  3. (φυσική) η εστία
      the focus of a lens - η εστία ενός φακού
     συνώνυμα: focal point
ενεστώτας focus
γ΄ ενικό ενεστώτα focuses
αόριστος focused, focussed
παθητική μετοχή focused, focussed
ενεργητική μετοχή focusing, focussing

focus (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συγκεντρώνω, δίνω προσοχή, προσπάθεια κτλ. σε ένα συγκεκριμένο θέμα, κατάσταση ή άτομο παρά σε ένα άλλο
      I am focusing my attention on a problem.
    Συγκεντρώνω την προσοχή μου σ' ένα πρόβλημα.
      I cannot focus on anything today.
    Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ σε τίποτα σήμερα.
     συνώνυμα: concentrate
  2. (μεταβατικό) συγκεντρώνω, στοχεύω το φως σε ένα συγκεκριμένο σημείο με φακό
      I focus the sun’s rays on something with a lens.
    Συγκεντρώνω σε κάτι τις αχτίδες του ήλιου με φακό.
  3. εστιάζω
    • focus on: εστιάζω σε κάποιον/κάτι

Αντώνυμα

επεξεργασία

(πληροφορική)