Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
focus focuses / foci

focus (en)

  1. το κέντρο, η εστία
    ⮡  the focus of attention - το κέντρο της προσοχής
     συνώνυμα: centre
  2. (γεωλογία) η εστία
    ⮡  the focus of an earthquake - η εστία ενός σεισμού
     συνώνυμα: hypocenter
  3. (φυσική) η εστία
    ⮡  the focus of a lens - η εστία ενός φακού
     συνώνυμα: focal point
ενεστώτας focus
γ΄ ενικό ενεστώτα focuses
αόριστος focused, focussed
παθητική μετοχή focused, focussed
ενεργητική μετοχή focusing, focussing

focus (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συγκεντρώνω, δίνω προσοχή, προσπάθεια κτλ. σε ένα συγκεκριμένο θέμα, κατάσταση ή άτομο παρά σε ένα άλλο
    ⮡  I am focusing my attention on a problem.
    Συγκεντρώνω την προσοχή μου σ' ένα πρόβλημα.
    ⮡  I cannot focus on anything today.
    Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ σε τίποτα σήμερα.
     συνώνυμα: concentrate
  2. (μεταβατικό) συγκεντρώνω, στοχεύω το φως σε ένα συγκεκριμένο σημείο με φακό
    ⮡  I focus the sun’s rays on something with a lens.
    Συγκεντρώνω σε κάτι τις αχτίδες του ήλιου με φακό.
  3. εστιάζω
    • focus on: εστιάζω σε κάποιον/κάτι

Αντώνυμα

επεξεργασία

(πληροφορική)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
focus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bhok- (κάψιμο), συγγενές με το (αρχαία ελληνική) φῶς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

focus αρσενικό

  1. εστία
  2. τζάκι
  3. (συνεκδοχικά) οίκος, οικογένεια
  4. σχάρα βωμού
  5. βωμός
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική focus focī
γενική focī focōrum
δοτική focō focīs
αιτιατική focum focōs
κλητική foce focī
αφαιρετική focō focīs
(β' κλίση)