focus
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
focus | focuses / foci |
focus (en)
- το κέντρο, η εστία
- (γεωλογία) η εστία
- ↪ the focus of an earthquake - η εστία ενός σεισμού
- ≈ συνώνυμα: hypocenter
- (φυσική) η εστία
- ↪ the focus of a lens - η εστία ενός φακού
- ≈ συνώνυμα: focal point
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | focus |
γ΄ ενικό ενεστώτα | focuses |
αόριστος | focused, focussed |
παθητική μετοχή | focused, focussed |
ενεργητική μετοχή | focusing, focussing |
focus (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συγκεντρώνω, δίνω προσοχή, προσπάθεια κτλ. σε ένα συγκεκριμένο θέμα, κατάσταση ή άτομο παρά σε ένα άλλο
- ↪ I am focusing my attention on a problem.
- Συγκεντρώνω την προσοχή μου σ' ένα πρόβλημα.
- ↪ I cannot focus on anything today.
- Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ σε τίποτα σήμερα.
- ≈ συνώνυμα: concentrate
- ↪ I am focusing my attention on a problem.
- (μεταβατικό) συγκεντρώνω, στοχεύω το φως σε ένα συγκεκριμένο σημείο με φακό
- ↪ I focus the sun’s rays on something with a lens.
- Συγκεντρώνω σε κάτι τις αχτίδες του ήλιου με φακό.
- ↪ I focus the sun’s rays on something with a lens.
- εστιάζω
- focus on: εστιάζω σε κάποιον/κάτι
Αντώνυμα
επεξεργασία(πληροφορική)
Πηγές
επεξεργασία- focus (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- focus (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 338-339, 830. ISBN 9780194325684., λήμμα: εστία, συγκεντρώνω
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- focus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bhok- (κάψιμο), συγγενές με το (αρχαία ελληνική) φῶς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfocus αρσενικό
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | focus | focī |
γενική | focī | focōrum |
δοτική | focō | focīs |
αιτιατική | focum | focōs |
κλητική | foce | focī |
αφαιρετική | focō | focīs |