σχάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σχάρα | οι | σχάρες |
γενική | της | σχάρας | — | |
αιτιατική | τη | σχάρα | τις | σχάρες |
κλητική | σχάρα | σχάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σχάρα < αρχαία ελληνική σχάρα < ἐσχάρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σχάρα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σχάρα < ἐσχάρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σχάρα θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία
- σχάρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.