σχάρα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σχάρα | οι | σχάρες |
γενική | της | σχάρας | — | |
αιτιατική | τη | σχάρα | τις | σχάρες |
κλητική | σχάρα | σχάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σχάρα < αρχαία ελληνική σχάρα < ἐσχάρα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σχάρα θηλυκό
- το επίπεδο σκεύος, αποτελούμενο από παράλληλες μεταλλικές ράβδους, το οποίο τοποθετείται πάνω από θερμαντική εστία και πάνω σε αυτό τοποθετούνται τα υλικά που θα ψηθούν
- (κατʼ επέκταση) η κατασκευή με παρόμοιο σχήμα
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σχάρα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σχάρα < ἐσχάρα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σχάρα θηλυκό