εσχάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εσχάρα | οι | εσχάρες |
γενική | της | εσχάρας | — | |
αιτιατική | την | εσχάρα | τις | εσχάρες |
κλητική | εσχάρα | εσχάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εσχάρα < αρχαία ελληνική ἐσχάρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεσχάρα θηλυκό
- (ναυπηγικός όρος) ειδική κλίνη για τη ναυπήγηση ή επισκευή πλοίων
- (αρχαιολογία) ειδική κατασκευή στο έδαφος που χρησίμευε για τη θυσία
- (ιατρική) οι ξεραμένοι ιστοί (κρούστα) που εμφανίζονται σε πληγή μετά από λίγο καιρό
- (λόγιο) άλλη μορφή του σχάρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία εσχάρα
|