ναυπήγηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ναυπήγηση | οι | ναυπηγήσεις |
γενική | της | ναυπήγησης* | των | ναυπηγήσεων |
αιτιατική | τη | ναυπήγηση | τις | ναυπηγήσεις |
κλητική | ναυπήγηση | ναυπηγήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ναυπηγήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ναυπήγηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαναυπήγηση θηλυκό
- (ναυπηγικός όρος): η κατασκευή ενός πλοίου