Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεραμένος η ξεραμένη το ξεραμένο
      γενική του ξεραμένου της ξεραμένης του ξεραμένου
    αιτιατική τον ξεραμένο την ξεραμένη το ξεραμένο
     κλητική ξεραμένε ξεραμένη ξεραμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεραμένοι οι ξεραμένες τα ξεραμένα
      γενική των ξεραμένων των ξεραμένων των ξεραμένων
    αιτιατική τους ξεραμένους τις ξεραμένες τα ξεραμένα
     κλητική ξεραμένοι ξεραμένες ξεραμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεραμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεραίνω

  Μετοχή επεξεργασία

ξεραμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία