κλίνη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλίνη | οι | κλίνες |
γενική | της | κλίνης | των | κλινών |
αιτιατική | την | κλίνη | τις | κλίνες |
κλητική | κλίνη | κλίνες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κλίνη < (λόγιο) αρχαία ελληνική κλίνη
- (ναυπηγικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική berth[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkli.ni/
- συλλαβισμός : κλί‐νη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κλίνη θηλυκό
- το κρεβάτι
- μονάδα μέτρησης της χωρητικότητας ξενοδοχειακών ή νοσοκομειακών υποδομών
- (ναυπηγικός όρος) κατασκευή σε ναυπηγείο που λειτουργεί ως βάση στερέωσης του πλοίου
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «κλίνη» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.