bed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bed | beds |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbed (en)
- (έπιπλο) το κρεβάτι, η κλίνη
- ⮡ I make/unmake the bed.
- Στρώνω/ξεστρώνω το κρεβάτι.
- ⮡ How many beds does the hotel have available?
- Πόσα κρεβάτια διαθέτει το ξενοδοχείο;
- ⮡ They donated ten (hospital) beds to the hospital.
- Χάρισαν δέκα κλίνες στο νοσοκομείο.
- ⮡ a hotel with five hundred and fifty beds - ξενοδοχείο πεντακοσίων πενήντα κλινών
- ⮡ I make/unmake the bed.
- ο βυθός, ο πάτος, ο πυθμένας ενός ποταμού, η θάλασσα κτλ.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- bed - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 179, 761. ISBN 9780194325684., λήμμα: βυθός, πυθμένας
Αγγλοσαξονικά (ang)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbed (ang)
Συνώνυμα
επεξεργασία
Αφρικάανς (af)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbed (af)
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbed (nl) ουδέτερο
- το κρεβάτι
Εκφράσεις
επεξεργασία- in bed - κρεβατωμένος, άρρωστος