ξενοδοχειακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ξενοδοχειακός < ξενοδοχείο
Επίθετο
επεξεργασία
ξενοδοχειακός, -ή, -ό
- σχετικός με ξενοδοχείο
- ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις
ξενοδοχειακός, -ή, -ό