Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξενοδοχειακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξενοδοχειακ
ός
η
ξενοδοχειακ
ή
το
ξενοδοχειακ
ό
γενική
του
ξενοδοχειακ
ού
της
ξενοδοχειακ
ής
του
ξενοδοχειακ
ού
αιτιατική
τον
ξενοδοχειακ
ό
την
ξενοδοχειακ
ή
το
ξενοδοχειακ
ό
κλητική
ξενοδοχειακ
έ
ξενοδοχειακ
ή
ξενοδοχειακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξενοδοχειακ
οί
οι
ξενοδοχειακ
ές
τα
ξενοδοχειακ
ά
γενική
των
ξενοδοχειακ
ών
των
ξενοδοχειακ
ών
των
ξενοδοχειακ
ών
αιτιατική
τους
ξενοδοχειακ
ούς
τις
ξενοδοχειακ
ές
τα
ξενοδοχειακ
ά
κλητική
ξενοδοχειακ
οί
ξενοδοχειακ
ές
ξενοδοχειακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξενοδοχειακός
<
ξενοδοχείο
Επίθετο
επεξεργασία
ξενοδοχειακός, -ή, -ό
σχετικός με
ξενοδοχείο
ξενοδοχειακές
εγκαταστάσεις
Συγγενικά
επεξεργασία
ξενοδοχείο
ξενοδόχος
(-
ξενοδόχα
)
ξενοδοχοϋπάλληλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξενοδοχειακός
γαλλικά
:
hôtelier
(fr)
πολωνικά
:
hotelowy
(pl)