Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξενοδοχείο τα ξενοδοχεία
      γενική του ξενοδοχείου των ξενοδοχείων
    αιτιατική το ξενοδοχείο τα ξενοδοχεία
     κλητική ξενοδοχείο ξενοδοχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενοδοχείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ξενοδοχεῖον[1] < ξενοδόχος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kse.no.ðoˈçi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐νο‐δο‐χεί‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξενοδοχείο ουδέτερο

  • εγκατάσταση (κτήριο ή συγκρότημα) της οποίας τα επιπλωμένα δωμάτια ή διαμερίσματα ενοικιάζονται για περιορισμένο χρονικό διάστημα (συνήθως για μερικές ημέρες) σε επισκέπτες, στους οποίους παρέχονται πέραν της διαμονής και άλλες υπηρεσίες (πρωινό, γεύμα κ.λπ.)

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία