γεύμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γεύμα | τα | γεύματα |
γενική | του | γεύματος | των | γευμάτων |
αιτιατική | το | γεύμα | τα | γεύματα |
κλητική | γεύμα | γεύματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γεύμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γεῦμα (γεύση, τροφή). Συγκρίνετε με τα γιόμα, γέμα.[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈʝev.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γεύ‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγεύμα ουδέτερο
- η τροφή που καταναλώνει κάποιος σε τακτά διαστήματα της ημέρας
- ⮡ οι διαιτολόγοι λένε ότι είναι απαραίτητα τρία γεύματα την ημέρα
- η διαδικασία της παράθεσης γεύματος
- το χριστουγεννιάτικο γεύμα ήταν μια ολόκληρη ιεροτελεστία
- (επίσημο) το μεσημεριανό φαγητό σε επίσημη συνεστίαση
- → δείτε και τη λέξη δείπνο
Συνώνυμα
επεξεργασία(δημοτική)
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
γευμ-
γευμ-
Μεταφράσεις
επεξεργασία γεύμα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γεύμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας