Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.ʒœ.ne/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

déjeuner (fr) αρσενικό

Le petit déjeuner, le déjeuner, le dîner/le souper : το πρόγευμα, το γεύμα, το δείπνο.

déjeuner (fr)