Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γευματίζω < λείπει η ετυμολογία[1]

  Ρήμα επεξεργασία

γευματίζω, αόρ.: γευμάτισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. παίρνω ένα γεύμα, τρώω
  2. κάθομαι σε γεύμα μαζί με άλλους, στο πλαίσιο της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία