Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lʌntʃ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
lunch lunches

lunch (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • το μεσημεριανό
    We’re meeting for lunch and in the afternoon we’ll take a ride on the yacht.
    Θα συναντήσουμε για μεσημεριανό και το απόγευμα θα κάνουμε βόλτα με το γιοτ.

lunch (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία