lunch
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
lunch | lunches |
lunch (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- το μεσημεριανό
- ⮡ We’re meeting for lunch and in the afternoon we’ll take a ride on the yacht.
- Θα συναντήσουμε για μεσημεριανό και το απόγευμα θα κάνουμε βόλτα με το γιοτ.
- ⮡ We’re meeting for lunch and in the afternoon we’ll take a ride on the yacht.