γευστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γευστικός < αρχαία ελληνική γευστικός < γεῦσις
Επίθετο
επεξεργασία
γευστικός
- σχετικός με τη γεύση
- (ειδικότερα) που έχει ευχάριστη γεύση
γευστικός