Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γευστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γευστικ
ός
η
γευστικ
ή
το
γευστικ
ό
γενική
του
γευστικ
ού
της
γευστικ
ής
του
γευστικ
ού
αιτιατική
τον
γευστικ
ό
τη
γευστικ
ή
το
γευστικ
ό
κλητική
γευστικ
έ
γευστικ
ή
γευστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γευστικ
οί
οι
γευστικ
ές
τα
γευστικ
ά
γενική
των
γευστικ
ών
των
γευστικ
ών
των
γευστικ
ών
αιτιατική
τους
γευστικ
ούς
τις
γευστικ
ές
τα
γευστικ
ά
κλητική
γευστικ
οί
γευστικ
ές
γευστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γευστικός
<
αρχαία ελληνική
γευστικός
<
γεῦσις
Επίθετο
επεξεργασία
γευστικός
σχετικός με τη
γεύση
(
ειδικότερα
) που έχει ευχάριστη γεύση
Συγγενικά
επεξεργασία
γεύμα
γευματίζω
γεύομαι
γεύση
,
γέψη
γευστικότητα
(
γευστικότης
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γευστικός
αγγλικά
:
taste
(en)
,
tasty
(en)
γαλλικά
:
savoureux
(fr)
,
goûteux
(fr)