Δείτε επίσης: Taste

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
taste tastes

taste (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η γεύση, η εντύπωση που δημιουργεί στη γλώσσα κάτι που τρώμε
    ⮡  Chocolate has a sweet taste.
    Η σοκολάτα εχει γλυκιά γεύση.
  2. (μη μετρήσιμο) η γεύση, η αίσθηση
    ⮡  Taste is one of the five senses.
    Η γεύση είναι μία από τις πέντε αισθήσεις.
  3. (μη μετρήσιμο) το γούστο, η αντίληψη που έχει κάποιος για αισθητικά ζητήματα ή θέματα σχετικά με το ωραίο
    ⮡  He is a man with taste.
    Είναι άνθρωπος με γούστο.
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το γούστο, οι προσωπικές επιλογές και προτιμήσεις
    ⮡  Each person has their own tastes.
    Καθένας με τα γούστα του.
     συνώνυμα: preference

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας taste
γ΄ ενικό ενεστώτα tastes
αόριστος tasted
παθητική μετοχή tasted
ενεργητική μετοχή tasting

taste (en)

  1. (αμετάβατο) έχω μια γεύση
    ⮡  The food tastes good.
    Το φαγητό έχει ωραία γεύση.
    ⮡  This sauce tastes sweet/bitter/sour.
    Αυτή η σάλτσα έχει γλυκιά/πικρή/ξινή γεύση.
    ⮡  It tastes of garlic/like honey.
    Έχει τη γεύση σκόρδου/σαν μέλι.
  2. (μεταβατικό) δοκιμάζω, γεύομαι, δοκιμάζω τη γεύση κάποιου τρώγοντας ή πίνοντας μια μικρή ποσότητα από αυτό
    ⮡  She tasted the food you made for her.
    Δοκίμαζε το φαγητό που της έφτιαξες.
    ⮡  Taste the soup to see if it needs salt.
    Γεύσου τη σούπα να δεις αν θέλει αλάτι.

Συγγενικά

επεξεργασία