προγευματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προγευματίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προγευματίζω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.ʝev.maˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐γευ‐μα‐τί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαπρογευματίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προγευματίζω | προγευμάτιζα | θα προγευματίζω | να προγευματίζω | προγευματίζοντας | |
β' ενικ. | προγευματίζεις | προγευμάτιζες | θα προγευματίζεις | να προγευματίζεις | προγευμάτιζε | |
γ' ενικ. | προγευματίζει | προγευμάτιζε | θα προγευματίζει | να προγευματίζει | ||
α' πληθ. | προγευματίζουμε | προγευματίζαμε | θα προγευματίζουμε | να προγευματίζουμε | ||
β' πληθ. | προγευματίζετε | προγευματίζατε | θα προγευματίζετε | να προγευματίζετε | προγευματίζετε | |
γ' πληθ. | προγευματίζουν(ε) | προγευμάτιζαν προγευματίζαν(ε) |
θα προγευματίζουν(ε) | να προγευματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προγευμάτισα | θα προγευματίσω | να προγευματίσω | προγευματίσει | ||
β' ενικ. | προγευμάτισες | θα προγευματίσεις | να προγευματίσεις | προγευμάτισε | ||
γ' ενικ. | προγευμάτισε | θα προγευματίσει | να προγευματίσει | |||
α' πληθ. | προγευματίσαμε | θα προγευματίσουμε | να προγευματίσουμε | |||
β' πληθ. | προγευματίσατε | θα προγευματίσετε | να προγευματίσετε | προγευματίστε | ||
γ' πληθ. | προγευμάτισαν προγευματίσαν(ε) |
θα προγευματίσουν(ε) | να προγευματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προγευματίσει | είχα προγευματίσει | θα έχω προγευματίσει | να έχω προγευματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις προγευματίσει | είχες προγευματίσει | θα έχεις προγευματίσει | να έχεις προγευματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει προγευματίσει | είχε προγευματίσει | θα έχει προγευματίσει | να έχει προγευματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προγευματίσει | είχαμε προγευματίσει | θα έχουμε προγευματίσει | να έχουμε προγευματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε προγευματίσει | είχατε προγευματίσει | θα έχετε προγευματίσει | να έχετε προγευματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προγευματίσει | είχαν προγευματίσει | θα έχουν προγευματίσει | να έχουν προγευματίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ προγευματίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας