γέμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γέμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γέμα(ν) [1] < αρχαία ελληνική γεῦμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγέμα ουδέτερο
- (δημοτική) άλλη μορφή του γιόμα
- ※ Σάββατο μέρα επάρθηκε, ήταν κοντά στο γέμα, που μες στ' Ανάπλι έτρεχε σαν ποτάμι το αίμα (Μιχαήλ Περάνθης, Ανθολογία της ποιήσεως, σελ. 275)
- ※ Οι Βυζαντινοί... Το πρωινό τους το ονόμαζαν πρόγευμα ή πρόγεμα ή πρόσφαγον. Το μεσημεριανό γεύμα ή γέμα και αργότερα γιόμα, το απογευματινό δειλινό και το βραδινό δείπνο ή άριστον (Γιάννης Γρυντάκης, Γιώργος Δάλκος, Άγγελος Χόρτης, Έκτορας Χόρτης, Η άγνωστη πλευρά του Βυζαντίου: Ιστορικά παράδοξα, Εκδ. Μεταίχμιο, 2014)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Ετυμολογία
επεξεργασία- γέμα < → δείτε τη λέξη γέμαν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγέμα ουδέτερο
- άλλη μορφή του γέμαν → δείτε τη λέξη γεῦμα