Δείτε επίσης: γεύμα

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία



λείπει η κλίση

Ετυμολογία

επεξεργασία
γεῦμα < γεύ(ομαι),[1] μεσοπαθητική φωνή του ρήματος γεύω + -μα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γεῦμα ουδέτερο

  1. γεύση
  2. δοκιμή γεύσης

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. «γεύμα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.