Δείτε επίσης: γεύμα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

γεῦμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γεῦμα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

γεῦμα ουδέτερο

  1. (γαστρονομία) το πρόγευμα
  2. (γαστρονομία) το μεσημεριανό φαγητό
  3. (συνεκδοχικά) το μεσημέρι

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
γευμ- 

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία Επεξεργασία

γεῦμα < γεύ(ομαι),[1] μεσοπαθητική φωνή του ρήματος γεύω + -μα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

γεῦμα ουδέτερο

  1. γεύση
  2. δοκιμή γεύσης

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. «γεύμα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  ΠηγέςΕπεξεργασία